- τρίμορος
- τρί-μορος [pron. full] [ῐ], ον,A = τρίμοιρος, Orph.A.1056 (dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίμορος — ον, Α τρίμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόρος (< μόρος), πρβλ. τετρά μορος] … Dictionary of Greek
τριμόροισι — τρίμορος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)